- κονεύω
- κόνεψα, κονεμένος, σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για ύπνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κονεύω — (Μ κονεύω) σταθμεύω προσωρινά για ανάπαυση ή για ύπνο, καταλύω, κάνω κονάκι («επήγαν και εκόνεψαν στο πράσινο λιβάδι», δημοτ. τραγ.) μσν. φιλοξενώ, εγκαθιστώ κάποιον για να τόν φιλοξενήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονάκι κατά το σχήμα: χωνί χωνάκι χωνεύω.… … Dictionary of Greek
κονητής — κονητής, ὁ (Α) [κονεύω] (κατά τον Ησύχ.) θεράπων … Dictionary of Greek
κόνεμα — το [κονεύω] προσωρινή εγκατάσταση σε κάποιο τόπο, κατάλυση, στάθμευση … Dictionary of Greek
ξεκονεύω — μετοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κονεύω «σταθμεύω, καταλύω»] … Dictionary of Greek